- σηματίζομαι
- Α [σῆμα, -ατος]σημαίνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σηματίζομαι — pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηματίζονται — σηματίζομαι pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)